γλωσσοπλαστία

γλωσσοπλαστία
η
δημιουργία νέων λέξεων και φράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δημ. Ι. Μαυροφρύδη στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλίστωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοπλαστικός — ή, ό ο σχετικός με τη γλωσσοπλαστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλωσσοπλαστία. Η λ. μαρτυρείται το 1861 από τον Δημ. Ι. Μαυροφρύδη στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλίστωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”